ένυδρος

ένυδρος
Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού, οπότε μεταβάλλονται αντίστοιχα και διάφορες ιδιότητές τους όπως το χρώμα κ.ά. Παραδείγματα έ. αλάτων είναι ο βόραξ ή η γαλαζόπετρα.
* * *
-η, -ο (AM ἔνυδρος, -ον)
υδρόβιος
νεοελλ.
χημ. κάθε ουσία που τα μόριά της περιέχουν νερό
μσν.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ἔνυδρος
υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, ένυδρις
αρχ.
1. αυτός που περιέχει νερό
2. (για χώρα) αντίθετο τού άνυδρος ή άυδρος, αυτή που έχει αφθονία νερών
3. (αντίθ. τού χερσαίος) θαλάσσιος
4. υδάτινος
5. (για έδαφος) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο νερό
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνυδρον
η αφθονία νερών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔνυδρος — with water in it masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένυδρος — η, ο 1. που ζει ή βρίσκεται στο νερό, υδρόβιος: Ένυδρα φυτά. 2. (χημ.), που περιέχει στα μόριά του και μόρια νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνύδρως — ἔνυδρος with water in it adverbial ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνυδρον — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc sg ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτη — ἔνυδρος with water in it fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτην — ἔνυδρος with water in it fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδρότερα — ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδροις — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρου — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρους — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”